ορθογναθία

ορθογναθία
η [ορθόγναθος]
ανθρωπολ. η μορφή τού προσώπου κατά την οποία τα οστά τών γνάθων δεν προεξέχουν από την ευθεία που ενώνει τη βάση τού μετώπου με το πηγούνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθογναθισμός — ο η ορθογναθία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthognathism < ορθόγναθος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • ορθόγναθος — η, ο 1. ανθρωπολ. ο ανθρωπολογικός τύπος που εμφανίζει ορθογναθία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόγναθα ζωολ. υπόταξη αραχνιδίων τής τάξης τών αραχνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthognathous < ορθ(ο) * + γνάθος. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”